δεκαοκτώ

δεκαοκτώ
και δεκαοχτώ και δεκοχτώ (AM δέκα ὀκτώ)
ποσότητα που αποτελείται από μια δεκάδα και οκτώ μονάδες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • δεκαοκταετής — και δεκαοκταέτης, ο (θηλ. δεκαοκταέτις, η) όποιος έχει ηλικία ή διάρκεια δεκαοκτώ χρόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεκαοκτώ + ετης < έτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Σ.Α. Κουμανούδη] …   Dictionary of Greek

  • δεκαοκταμελής — ές (ομάδα, συμβούλιο κ.λπ.) που αποτελείται από δεκαοκτώ μέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεκαοκτώ + μελής < μέλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • οκτωκαιδεκάδραχμος — ὀκτωκαιδεκάδραχμος, ον (Α) αυτός που έχει βάρος ή αξία δεκαοκτώ δραχμών («πωλῶν τὰς κριθὰς ὀκτωκαιδεκαδράχμους», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτωκαίδεκα «δεκαοκτώ» + δραχμος (< δραχμή), πρβλ. οκτά δραχμος] …   Dictionary of Greek

  • οκτωκαιδεκάκις — ὀκτωκαιδεκάκις και ὀκτωκαιδεκάκι (Α) επίρρ. δεκαοκτώ φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτωκαίδεκα «δεκαοκτώ» + επιρρμ. κατάλ. κις*] …   Dictionary of Greek

  • οκτωκαιδεκάπεδος — ὀκτωκαιδεκάπεδος, ον (Α) αυτός που έχει μήκος δεκαοκτώ ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτωκαίδεκα «δεκαοκτώ» + πεδος (< πέζα, δωρ. τ. για τη λ. πούς), πρβλ. εξά πεδος] …   Dictionary of Greek

  • οκτωκαιδεκάπηχυς — ὀκτωκαιδεκάπηχυς, υ (Α) αυτός που έχει μήκος ίσο με δεκαοκτώ πήχεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτωκαίδεκα «δεκαοκτώ» + πῆχυς] …   Dictionary of Greek

  • οκτωκαιδεκάσημος — ὀκτωκαιδεκάσημος, ον (Α) (στην προσωδία) αυτός που αποτελείται από δεκαοκτώ χρόνους, δηλ. χρονικά σημεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτωκαίδεκα «δεκαοκτώ» + σημος (< σῆμα), πρβλ. οκτά σημος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”